A A A

Ένα συνηθισμένο βράδυ ο Νίκος και κάποιο φίλοι έχουν μόλις βγει από ένα εστιατόριο «χωμένο» κάπου στα Βόρεια Προάστια. Ο δρόμος έρημος και ταξί πουθενά. Αδυνατώντας να προσανατολιστούν, ανοίγουν τους χάρτες του κινητού για να εντοπίσουν την Κηφισίας. «Ρε σεις αφού μπορούμε εμείς να καταγράψουμε ηλεκτρονικά την τοποθεσία μας στον χάρτη του κινητού, δεν θα μπορούσαν να κάνουν το ίδιο και τα ταξί ώστε να βλέπουμε πόσο μακριά είναι από εμάς» σκέφτηκε μεγαλόφωνα ο Νίκος Δρανδάκης, δημιουργός της εφαρμογής. Μέχρι την Κηφισίας η ιδέα είχε εξελιχθεί και μέσα σε τρεις εβδομάδες εξελίχθηκε στην βασική ιδέα του Taxibeat.

Ένα τυχαίο περιστατικό, μια καινοτόμα ιδέα και μια ελληνική επιχείρηση που κατέγραψε μια ξέφρενη κούρσα προς την κορυφή για να εξαγοραστεί λίγο πριν τα έκτα της γενέθλια από τον γερμανικό κολοσσό Daimler, μέσω της θυγατρικής του, My Taxi,  έναντι 43 εκατ. ευρώ. Αυτή είναι συνοπτικά η πορεία της πιο πετυχημένης ελληνικής startup, Taxibeat, η οποία βρέθηκε στο επίκεντρο διεθνών και εγχώριων μέσων ενημέρωσης. Αν βέβαια ήθελε κανείς να συνοψίσει ακόμα περισσότερο την εξαετή πορεία του Taxibeat θα μπορούσε να το κάνει με την κοινότυπη αλλά εν προκειμένω αληθινή ρήση: «η κρίση είναι ευκαιρία». Για να κατανοήσει κανείς το παραπάνω, χρειάζεται απλά να πάρει μια γεύση από την ιστορία της.

Οι επόμενοι μήνες δαπανήθηκαν για την εύρεση χρηματοδότη. Με το βρέθηκε, η αρχική ομάδα που αποτελούνταν απο τον Νίκο και τρεις προγραμματιστές στεγάστηκε σε ένα μικρό γραφειάκι στην οδό Ομήρου το οποίο χωρούσε δύο, το πολύ τρία, άτομα. Ο Κωστής δούλευε από το σπίτι και ο Μιχάλης τις νύχτες, από το δικό του σπίτι, καθώς ήταν τότε σε πρωϊνή δουλειά. Παρόλα αυτά σε διάστημα 3,5 μηνών – άθλος για μια τέτοια υπηρεσία - είχαν ετοιμάσει δύο iOS εφαρμογές (οδηγού και πελάτη) που επικοινωνούσαν μεταξύ τους σε πραγματικό χρόνο καθώς και τα web services που καταχωρούσαν και διακινούσαν όλη την πληροφορία. Εκείνους τους πρώτους μήνες, ο επιτυχημένος σήμερα διευθύνων σύμβουλος του Taxibeat δεν συμμετείχε στην ανάπτυξη της εφαρμογής. Γυρνούσε όμως νυχθημερόν τις πιάτσες της Αθήνας, προσπαθώντας να πείσει του ταξιτζήδες έναν-έναν να μπουν στην εφαρμογή. Μεγαλύτερο σύμμαχός του η κρίση: «Οι οδηγοί είχαν πολύ μεγάλη ανάγκη για πελάτες. Εμείς τους προσφέραμε μία υπηρεσία που αύξανε την πελατεία τους χωρίς να πληρώνουν σταθερή συνδρομή». Μέσα σε αυτό το μικρό χρονικό διάστημα κατάφερε να διασφαλίσει ένα στόλο 100 αυτοκινήτων έτοιμο να δεχθεί τους πρώτους πελάτες.

Το λανσάρισμα της εφαρμογής χαρακτηρίστηκε θριαμβευτικό - μέσα στις τρεις πρώτες ώρες διάθεσης της η εφαρμογή βρέθηκε στην κορυφή του App Store. Ταυτόχρονα όμως ήταν και καταστροφικό, όπως έχει παραδεχτεί στο παρελθόν κι ο ίδιος ο κ. Δρανδάκης, αφού τα 100 ταξί δεν επαρκούσαν να καλύψουν την ζήτηση... Επιπλέον, ως πρώτη έκδοση υπήρχαν πάρα πολλά bugs με αποτέλεσμα οι ταξιτζήδες να διαμαρτύρονται ότι χάνουν κλήσεις. «Η πρώτη εκείνη ημέρα διήρκεσε από τις 8 το πρωί έως τις 5 το άλλο πρωί».

Παρόλα αυτά κανείς δεν μετάνιωσε για το έγκαιρο λανσάρισμά της εφαρμογής, αφού η επιτυχία της ώθησε τους οδηγούς, που στην αρχή αρνούνταν να πιστέψουν σε ένα μοντέλο διαφορετικό από το παραδοσιακό ραδιοταξί και το «ψάρεμα» της πελατείας από το δρόμο, στα γραφεία της Taxibeat. «Πολλοί από αυτούς μάλιστα είχαν αγοράσει και νέο smartphone ειδικά για την εφαρμογή. Στην αρχή είχαν ένα μέτριο αυτοκίνητο έδιναν μια τυχαία φωτογραφία. Αργότερα βέβαια οι ίδιοι οδηγοί είχαν ένα σούπερ καθαρό και αρωματισμένο αυτοκίνητο, έστελναν μια καλύτερη φωτογραφία, πολλές φορές με γραβάτα - αναγνωρίζοντας πως η πρώτη εντύπωση μετράει».

Αυτή ήταν άλλωστε και η μεγάλη συνεισφορά του Taxibeat στο ευρύ κοινό. Ο κλάδος αναδιαμορφώθηκε πολύ περισσότερο κι από την μνημονιακή απελευθέρωσή του... Με τις αξιολογήσεις των οδηγών ταξί από πελάτες που έβαλε στο παιχνίδι η εφαρμογή μπήκε τέλος στις πολλαπλές κούρσες, στις απορρίψεις πελατών («δεν πάω εκεί») και σε πολλά πολλά παράδοξα που συνόδευαν τον κλάδο για χρόνια. Παρόλο που οι απαιτήσεις για να εγγραφεί κανείς στην υπηρεσία δεν ήταν παρά η άδεια λειτουργίας, μια σταθερά κακή αξιολόγηση έκοβε τους ταξιτζήδες από το σύστημα.

Ασχέτως του συνεχώς αυξανόμενου στόλου όμως, η επιτυχία άργησε να έρθει. Για την ακρίβεια της επιτυχίας προηγήθηκε μια κρίση, η οποία έφερε την εταιρεία κοντά στο λουκέτο. Το καλοκαίρι του 2011 και την ώρα που η υποστελεχωμένη έως τότε εταιρεία περίμενε να δει τα πρώτα της έσοδα, τα ταξί προχώρησαν σε απεργία μηνών κατά την διάρκεια της οποίας απέκλεισαν το αεροδρόμιο Ελ. Βενιζέλος και το λιμάνι του Πειραιά με τα αυτοκίνητα τους. Τα έσοδα που αναμένονταν και δεν ήρθαν ήταν απαραίτητα για την βιωσιμότητά της Taxibeat με αποτέλεσμα οι ιδρυτές της να συζητήσουν ακόμα και το ενδεχόμενο αναστολή της λειτουργίας της. Η απεργία έληξε και τα έσοδα μπήκαν στα ταμεία την κατάλληλη στιγμή. Όταν η φουρτούνα πέρασε ήρθε κι η πολυπόθητη ανάπτυξη σε μια ιδέα που διέγραψε εξ αρχής ακόμη και δειλά την επιτυχημένη πορεία της.

Μετά την πρώτη χρηματοδότηση του Openfund ακολούθησε άλλη μια από τον άνθρωπο που έφτιαξε το πρώτο e-shop τον Απόστολο Αποστολάκη. Η ιδέα εξελισσόταν κάθε μέρα και περισσότερο, η ποιότητα των ταξί βελτιωνόταν χάρη στον ανταγωνισμό και τα δρομολόγια μέσω taxibeat ξεκίνησαν να διπλασιάζονται κάθε δύο μήνες. Μόνο οι ακόλουθοι του Taxibeat στο Facebook έφτασαν τους 4.700 ξεπερνώντας εγχώριους και διεθνείς ανταγωνιστές. Λίγο αργοτερα κυκλοφόρησε η δεύτερη έκδοση και η web version για τους μη έχοντες smartphone μέχρι που κατάφεραν να αποκτήσουν τον μεγαλύτερο στόλο της Αθήνας ξεπερνώντας τις πιο παραδοσιακές εταιρείες ραδιοταξί.

Μετά από 366 μέρες, η ομάδα μεγάλωσε, το μικρό γραφειάκι της Ομήρου έδωσε τη θέση του σε σύγχρονα προσαρμοσμένα στα δεδομένα του ψηφιακού κλάδου γραφεία και η υπηρεσία αποφάσισε να κάνει το μεγάλο άλμα ταξιδεύοντας στο εξωτερικό, σε 4 νέες χώρες. Το στοίχημα μπήκε για τις αγορές της Βραζιλίας, του Μεξικού, του Περού και της Γαλλίας, με το Περού να κερδίζει τη μερίδα του λέοντος χάρη στην ομοιότητά του με την ελληνική αγορά. Η μεγάλη εκγληματικότητα, τα θέματα ασφαλείας και η χαμηλή ποιότητα των ταξί των χωρών της Λατινικής Αμερικής δημιουργούσαν από μόνα τους την ανάγκη για ασφαλή και αξιοπρεπή μετακίνηση στην οποία βρήκε πλήρη εφαρμογή η ιδέα του Taxibeat. Άλλωστε και στην Ελλάδα το μεγαλύτερο μέρος της αρχικής πελατείας ήταν γυναίκες και οικογένειες τα μέλη των οποίων ήθελαν να μετακινηθούν με ασφάλεια.

Μέσα στα χρόνια της επιτυχίας, βέβαια, υπήρξαν διάφορες δυσκολίες. Άλλοτε οι οδηγοί ταξί που παραπονιούνταν για τις υψηλές χρεώσεις - το Taxibeat χρεώνει τους οδηγούς-συνδρομητές ένα ποσό για κάθε διαδρομή που κλείνουν μέσω της υπηρεσίας, το οποίο αρχικά ήταν 0,5 ευρώ και σήμερα φτάνει το 10% της τελικής τιμής της κούρσας, άλλοτε η αδυναμία της εταιρείας να βρει ή να κρατήσει στην Ελλάδα της κρίσης ικανούς developpers. Όλες όμως αποδείχτηκαν μικρές για να αποδυναμώσουν την υπηρεσία. Η ιδέα συνέχισε να αναπτύσσεται εισάγοντας συνεχώς νέες υπηρεσίες στην διεθνή κι εγχώρια αγορά - όπως το taxibot - καταφέρνοντας να κυριαρχήσει των αντιπάλων της.

Ήδη από τις αρχές του 2016 τα στελέχη της αναζητούσαν νέα χρηματοδότηση έχοντας πλέον γυρίσει την πλάτη στο ελληνικό funding, το οποίο φάνταζε μικρό για τα σημερινά δεδομένα της Taxibeat. Στα μέσα του καλοκαιριού οι πληροφορίες ανέφεραν πως η επιχείρηση βρισκόταν σε συζητήσεις με στρατηγικό επενδυτή. Μέσα σε πέντε περίπου η είδηση πως ο γερμανικός κολοσσός Daimler, ο οποίος κάνει δυναμικά βήματα στην αυτοοδηγούμενα οχήματα, εκτίμησε την τεχνολογία που κρύβει το επιτυχημένο ελληνικού app κι αποφάσισε να το πάρει στην επιχειρηματική του αγκαλιά επισφραγίζοντας με τον τρόπο αυτό την πιο επιτυχημένη επιχειρηματική ιστορία στην Ελλάδας της κρίσης.

insider.gr