A A A

ΠΟΤΕ ΕΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ

Κανένας δεν μπορεί με βεβαιότητα να ορίσει την πραγματική ημερομηνία Γέννησης του Ιησού. Οι Χριστιανοί δεν γιόρταζαν πάντα τη Γέννηση του Χριστού στις 25 Δεκεμβρίου. Στην αρχή καθορίστηκε να γιορτάζεται στις 6 Ιανουαρίου, μαζί με την γιορτή της Βάπτισης του Χριστού. Από τη διπλή αυτή γιορτή την πρώτη θέση κατείχαν τα Χριστούγεννα, η γιορτή της Βάπτισης ήταν πρόσθετη. Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός τόνιζε ότι οι Χριστιανοί γιορτάζουν τα Θεοφάνια διότι ο Θεός φάνηκε σαν άνθρωπος, τα δε Χριστούγεννα διότι ο Χριστός Γεννήθηκε σαν άνθρωπος. Και ενώθηκαν αυτές οι γιορτές και καθορίστηκε να γιορτάζονται στις 6 Ιανουαρίου, γιατί οι πρώτοι Χριστιανοί αγαπούσαν τα σύμβολα. Ο Απόστολος Παύλος παραβάλλει τον Ιησού προς τον Αδάμ, επειδή ο πρώτος άνθρωπος πλάστηκε την έκτη (6) ημέρα της δημιουργίας, οι Χριστιανοί καθόρισαν την εορτή των Χριστουγέννων στις 6 Ιανουαρίου, την έκτη (6) ημέρα από την Πρωτοχρονιά.

Το 376, άρχισε να τελείται η γιορτή των Χριστουγέννων στις 25 Δεκεμβρίου. Για αυτό συνετέλεσε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης και τα σχέδιά του, ο οποίος αφού επανέφερε την ειδωλολατρία σαν επίσημη θρησκεία του κράτους με διάταγμά του καθόρισε ο Ήλιος να γιορτάζεται στις 25 Δεκεμβρίου, κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο και τη μετάβαση από το χειμώνα στην άνοιξη. Στις 25 Δεκεμβρίου οι ειδωλολάτρες γιόρταζαν τα Σατουρνάλια, προς τιμή του θεού Σατούρνου (Κρόνου) αλλά και τα γενέθλια του Μίθρα, καθώς και τα Μπρουμάλια δηλαδή τον παγανιστικό γιορτασμό της μικρότερης ημέρας του έτους. Επίσης με άλλο διάταγμα έδωσε εντολή ο Ιουλιανός να γιορτάζεται η 1η Ιανουαρίου προς τιμή του Ήλιου, που ήταν και η 1η του έτους της αυτοκρατορίας. Η εκκλησία μας αντελήφθηκε οτι οι γιορτές και τα πανηγύρια που γίνονταν κατά διαταγή του Ιουλιανού με κάθε μαγαλοπρέπεια και ήσαν και αργίες, παρέσυραν πολλούς Χριστιανούς να ακολουθούν ειδωλολατρικές εκδηλώσεις. Έτσι αποφάσισε να μεταφέρει την γιορτή των Χριστουγέννων και της Γεννήσεως του Ήλιου της Δικαιοσύνης στις 25 Δεκεμβρίου και να γιορτάζεται μαζί. Έτσι στην αργία οι Χριστιανοί πήγαιναν στους ναούς τους και γιόρταζαν και αυτοί μεγαλοπρεπώς τη Γέννηση του Χριστού και δεν παρασύρονταν πλέον στη παρακολούθηση των εορτών των ειδωλολατρών.     

«ΑΓΙΑ ΝΥΧΤΑ»

Κάθε χρόνο, σε όλη τη γή οι άνθρωποι σιγομουρμουρίζουν το συμβολικό τραγούδι των Χριστουγέννων, την «Άγια Νύχτα». 

Για να γνωρίσουμε την ιστορία της:

Το 1818 στη περιοχή του Σάλτσμπουργκ στο χωριό Άντορφ πλησίαζαν τα Χριστούγεννα. Ο χειμώνας εκεί είναι μακρύς και παγερός και τη νύχτα, ένα παγωμένο αγιάζι σε αγκαλιάζει απ’ άκρη σε άκρη. Σε όλο το χωριό δυό (2) τρείς (3) μικρές λάμπες τρεμουλιάζουν, όλη η άλλη περιοχή είναι μουντή παγωμένη και σκοτεινή. Όμως στη μικρή πλατεία του χωριού, ένα (1) σπίτι μεγαλύτερο από όλα τα άλλα, έχει δύο (2) παράθυρα φωτισμένα. Είναι το σχολείο του χωριού. Στο πρώτο του πάτωμα κατοικεί ο δάσκαλος Φράντς Γκρούμπερ, ο οποίος κάνει παράλληλα   χρέη καντηλανάφτη και οργανοπαίκτη στην εκκλησία. Κάθεται δίπλα στη σόμπα και αντιγράφει μια σύνθεση για αρμόνιο. Η σύνθεση τον απορρόφησε τόσο πολύ, που δεν άκουσε τα χτυπήματα στην πόρτα του. Ανήσυχος ανοίγει και βλέπει τον ιερέα του χωριού Γιόζεφ Μόρ, ο οποίος του έδωσε ένα χαρτάκι, που είχε γράψει ένα Χριστουγεννιάτικο ποιηματάκι και του πρότεινε να το κάνει τραγούδι. Ο Γκρούμπερ διάβασε το ποίημα και υποσχέθηκε στον Μόρ ότι θα το μελοποιήσει. 

Έτσι στις 24 Δεκεμβρίου 1818, πριν από 198 χρόνια, αντήχησαν στην εκκλησία του Όμπερντορφ οι νότες του πιό αγαπημένου Χριστουγεννιάτικου τραγουδιού στον κόσμο, της «Άγιας Νύχτας». Το τραγούδι άρεσε και παράλληλα συγκινούσε τους πιστούς. Παρόλα αυτά, σιγά – σιγά σταμάτησαν να το τραγουδάνε. Αιτία; Τα χαλασμένα αρμόνια της εκκλησίας. Ετσι το 1825, ο κατασκευαστής οργάνων Μαουράχερ ανέλαβε να τα επισκευάσει. Κάποια νύχτα άκουσε τη «Άγια Νύχτα» και αποφάσισε να το «μεταφέρει» στην πατρίδα του Γερμανία, στο Λάιπτσβιγκ. Από το 1831, το τραγούδι έγινε γνωστό σε όλη τη Γερμανία. Σε λίγο χρονικό διάστημα, το τραγούδι «Άγια Νύχτα» κατάκτησε τη Σουηδία, την Αγγλία και τη Νορβηγία, με  τις ιεραποστολές το «βρίσκουμε» στην Αμερική, την Αφρική, τη Λατινική Αμερική και τη Ζηλανδία. 

Σήμερα η «Άγια Νύχτα είναι μεταφρασμένη σέ όλες τις γλώσσες του κόσμου. Η μελωδία της είναι σύμβουλο  των Χριστουγέννων. Δεν υπάρχει παιδί που να μην έχει τραγουδήσει και μεγάλος που να μην αισθάνεται συγκίνηση στο άκουσμά της. Και  δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι η «Άγια Νύχτα» γράφτηκε για να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς κατοίκους ένος ταπεινού χωριού. 

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΔΕΝΔΡΟ

Τον 16ο αιώνα, παραμονή Χριστουγέννων, ο Λούθηρος, περπατώντας μέσα σε ένα δάσος από έλατα, κοίταζε το γεμάτο αστέρια ουρανό και γοητευμένος από τον τρόπο που τα αστέρια έλαμπαν μέσα στα έλατα, γύρισε σπίτι του και προσπάθησε να αναπαραστήσει το θέαμα για τα παιδιά του, στολίζοντας ένα δένδρο με κεριά. Αυτό ήταν το πρώτο Χριστουγεννιάτικο δένδρο που στήθηκε. Από τότε πολλά έχουν αλλάξει αλλά το Χριστουγεννιάτικο δένδρο, όμως, παρέμεινε το σύμβολο της γιορτής. 

Πριν την καθιέρωσή του, σε ολόκληρη την Ευρώπη που άργησε λόγω της Λουθηρανικής προέλευσης, υπήρχαν διάφοροι προπομποί του Χριστιανικού δένδρου. Κλαδιά, κερασιές ή και ολόκληρα δένδρα συνήθιζαν και  έφερναν μέσα στο σπίτι για να ανθίσουν τα Χριστούγεννα. Στη Χίο, οι ένοικοι πρόσφεραν στους ιδιοκτήτες ένα κοντάρι στο οποίο είχαν στερεώσει στεφάνια και λουλούδια, πορτκάλια και λεμόνια. Πριν διαδοθεί στην Αγγλία και στη Γερμανία οι κάτοικοι στόλιζαν ξύλινες πυραμίδες με κεριά, πρασινάδα, μήλα, καρύδια και μικρά δώρα. 

Το 1840, η βασίλισσα Βικτωρία και ο πρίγκηπας Αλβέρτος έστησαν για πρώτη φορά στην Αγγλία ένα Χριστουγεννιάτικο δένδρο, στο παλάτι του Γουίνστορ και το γέμισαν με δώρα για τα παιδιά τους. Στην Αμερική εισήλθε από τους Γερμανούς κατοίκους της Πενσυλβάνιας τον 19ο αιώνα. Το 1737, εμφανίστηκαν τα κεριά στη Γερμανία, τα οποία αντικαταστάθησαν μετά τη ανακάλυψη του ηλεκτρισμού με ηλεκτρικά φώτα που αναβοσβήνουν. 

Το 1833, το Χριστουγεννιάτικο δένδρο έκανε την εμφάνισή του και στην Ελλάδα, όπου στόλισε την  πλατεία του Ναυπλίου. Η αιτία ήταν το ενδιαφέρον των Βαυαρών για το Χριστουγεννιάτικο δένδρο.

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΚΑΡΤΑ

Το 1843, ο Άγγλος αριστοκράτης Σερ Χένρι Κόουλ, αποφάσισε να στείλει στους εκλεκτούς φίλους του ζωγραφιστές ευχές και παρήγγειλε στο ζωγράφο Τζέιμς Χόρσλεϊ να σχεδιάσει χριστουγεννιάτικα θέματα. Στη συνέχεια του φάνηκε καλή ιδέα, και επιχειρηματικό μυαλό καθώς ήταν, αποφάσισε να «ρίξει» τις κάρτες στην αγορά του Λονδίνου. Και έκανε θραύση! Μέσα στη πρώτη ημέρα «ξεπούλησε» και τα χίλια κομμάτια που κυκλοφόρησε! Έξι χρόνια αργότερα, ημέρες Χριστουγέννων, ολόκληρη η Αγγλία έψαχνε να προμηθευτεί μία κάρτα. Εκείνη που σχεδίασε ο καλλιτέχνης Γουϊλιαμ ΕγκλεΪ. Η κάρτα αυτή «έσπασε» τα σύνορα της χώρας και γοήτευσε και αλλοδαπούς.

Στην Ελλάδα η χριστουγεννιάτικη κάρτα πρωτοεφανίστηκε το 1876, όταν το «Μέγα Χαρτοπωλείο» του Γεωργίου Χρόνη, στα Χαυτεία, στόλισε τις βιτρίνες του με διάφορες κάρτες.    

ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ

--Να τα πούμε;

Κάπως έτσι αρχίζουν τα παιδιά που επισκέπτονται τα σπίτια μας, για να πούν τα κάλαντα. Εφωδιασμένοι με τρίγωνα, φυσαρμόνικες ή μικρά τύμπανα αφού πάρουν τη σχετική άδεια αρχίζουν: «Καλήν εσπέραν άρχοντες, αν είναι ο ορισμός σας./ Χριστού την Θείαν Γέννησιν να πω στ’ αρχοντικό σας./ Χριστός γεννάται σήμερον εν βηθλεέμ τη πόλει,/ οι ουρανοί αγάλλονται , χαίρει η κτίσις όλη...».

Κάνοντας μια αναδρομή στην Ιστορία, η λέξη κάλαντα, προήλθε από την αρχαία Ρωμαϊκή Πρωτοχρονιά, που γιορταζόταν στις καλένδες (την πρώτη ημέρα του Ιανουαρίου,  από τα μέσα του 2ου π.Χ αιώνος). Μπορεί να είναι και συνήθειες αρχαίων γιορτών, διότι αυτοί που πήγαιναν στα σπίτια, κρατούσαν στολισμένα ραβδιά, όπως οι αρχαίοι θυρσοί των Διονυσιακών γιορτών, φανάρια πολύχρωμα, ακόμη και ομοιόματα πλοίων, που θυμίζουν το πρώτο πλοίο που ερχόταν στην Αθήνα, κατά την γιορτή των Ανθεστηρίων.

Στην νεώτερη Ελλάδα, το έθιμο πέρασε από το Βυζάντιο, που είχε απαγορευτεί τους πρώτους αιώνες από τους πατέρες της Εκκλησίας, ( σαν έθιμο αρχαιοελληνικό) για να επιτραπεί μετά με τις μεγάλες χριστιανικές γιορτές). Τα φιλοδωρήματα που έπαιρναν τα παιδιά όπως τα γλυκά , τις σταφίδες και άλλα, τα κάρφωναν πάνω σέ ένα μήλο, έθιμο που γινόταν στον Πόντο και τη Καππαδοκία. 

Τα κάλαντα λοιπόν προέρχονται από την προχριστιανική εποχή. 

Η ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΔΩΡΩΝ 

Οι στοίβες από ωραία τυλιγμένα δώρα κάτω από το στολισμένο δένδρο, πρωτοεμφανίστηκαν στη Βικτωριανή εποχή. Η ανταλλαγή των δώρων το χειμώνα έχει πολύ παλαιότερες ρίζες. Οι αρχαίοι Ρωμαίοι αντάλλασσαν μικρά δώρα που ονομάζονταν «strenae» και ήταν κλαριά από το άλσος της θεάς strenae.

Αργότερα, τα δώρα έγιναν πιο δαπανηρά, τα οποία ήταν σύμβολα καλών ευχών για το ερχόμενο έτος, όπως: ζαχαρωτά, για να είναι γλυκός ο καινούργιος χρόνος, ή χρυσός, ασήμι και χαλκός, για να είναι προσοδοφόρος. 

Την 1η Ιανουαρίου, οι Γάλλοι εργένηδες, πρόσφεραν γλυκά στους φίλους που τους φιλοξένησαν και τους περιποιήθηκαν κατά την διάρκεια της χρονιάς. Σήμερα , τα δώρα, παίρνουν τη θέση κάτω από το στολισμένο δένδρο. Δίδονται από τη παραμονή του Αγίου Νικολάου (5 Δεκεμβρίου), μέχρι τη παραμονή των Φώτων (5 Ιανουαρίου). Τα φέρνει ο Αγιος Βασίλης και σε άλλες χώρες ο Άγιος Νικόλαος, ο οποίος μπαίνει από τη καμινάδα και γεμίζει τις κρεμασμένες στο τζάκι κάλτσες, με όποιο δώρο του έχουν ζητήσει τα παιδιά. 

Το έθιμο λέγει οτι ο Άγιος Νικόλαος προσπαθώντας να βοηθήσει τις τρείς (3) κόρες ενός ξεπεσμένου αριστοκράτη να παντρευτούν, κατάφερε να συγκεντρώσει τρία (3) σακούλια χρυσάφι και να τα ρίξει κρυφά από τη καμινάδα του σπιτιού. Ένα από αυτά, έπεσε μέσα σε μιά κάλτσα που ήταν κρεμασμένη στο τζάκι για να στεγνώσει. Στην Ολλανδία ο Άγιος Νικόλαος, τυλίγει τα δώρα, ώστε να είναι δύσκολη η αναγνώρισή τους και τα συνοδεύει με ένα ρητό, που φέρνει σε αμηχανία τον παραλήπτη. 

Στα Σουηδικά τα χριστουγεννιάτικα δώρα λέγονται «julklappur», «klappa» σημαίνει κτυπώ και αυτός που δίνει το δώρο, συνήθως κτυπά την πόρτα, πετά τα δώρα στο σπίτι και φεύγει γρήγορα , για να μην τον αναγνωρίσουν. 

Στη Νότια Ιταλία, τα παιδιά παίρνουν τα δώρα τους από τη Befana, μια μάγισσα πάνω σε μιά σκούπα, που εμφανίζεται στις 5 Ιανουαρίου.

Στη Ισπανία, τη νύχτα της 5ης Ιανουαρίου, οι τρείς μάγοι, «Los leyes Magos», είναι αυτοί που μοιράζουν δώρα σε όλα τα παιδιά.      

                                                                                                   

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΟΥΒΗΣ για την Εφημερίδα "Τύπος Κηφισιάς"