A A A

Το τεράστιο έλλειμμα που παρουσιάζει το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑ) από το 2018 έως και το 2024 και το οποίο εκτιμάται ότι θα αγγίξει το 1,2 δισ. ευρώ, ακόμη κι αν οι εκπρόσωποι των δανειστών δεχθούν έστω και μερική αύξηση των εισφορών, αποτελεί, μαζί με τα ποσοστά αναπλήρωσης των νέων συντάξεων, το μεγαλύτερο πρόσκομμα για την επίτευξη συμφωνίας.

Η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας προχώρησε την περασμένη Τετάρτη στην αποστολή και των τελευταίων στοιχείων και διορθωτικών προτάσεων, με στόχο αμέσως μετά το Πάσχα των Καθολικών και την επιστροφή των επικεφαλής του κουαρτέτου των δανειστών στην Αθήνα, να μπουν στην τελική ευθεία, ώστε το ασφαλιστικό νομοσχέδιο να κατατεθεί στη Βουλή εντός Απριλίου. Κάτι το οποίο φαντάζει δύσκολο και αβέβαιο, όχι μόνο γιατί μέχρι και σήμερα το ΔΝΤ εγείρει συνεχώς ενστάσεις και απορρίπτει τις ελληνικές προτάσεις αλλά και γιατί τα «νούμερα» δείχνουν ότι πρόκειται για ένα δύσκολο και πολύπλοκο εγχείρημα.

Το υπερεπικουρικό ταμείο εμφανίζει έλλειμμα άνω των 600 εκατ. ευρώ το 2016, το οποίο η κυβέρνηση υπολογίζει να καλύψει με την αύξηση των εισφορών κατά 1,5 μονάδα. Η πρόταση αφορά την αύξηση των εισφορών στο 4% για τους εργοδότες από 3% σήμερα, και στο 3,5% από 3% για τους εργαζόμενους, με διάρκεια 3 ετών (έως το 2018). Η κάθετη άρνηση των πιστωτών, κυρίως του Ταμείου, οδήγησε το υπουργείο σε αναδίπλωση. Στη νέα πρόταση που έχει ήδη αποσταλεί στους θεσμούς, το υπουργείο Εργασίας αποδέχεται μείωση επικουρικών, δεν εγκαταλείπει όμως την πρόταση για αύξηση των εισφορών, κατά μία ή ακόμη και κάτω από μία μονάδα.

Μάλιστα, ήδη οι εκπρόσωποι των δανειστών έχουν αντιδράσει, καθώς σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Κ», ακόμη και μετά την πρόταση της ελληνικής πλευράς για μειώσεις έως και 40% στις επικουρικές συντάξεις με δίχτυ ασφαλείας τα 1.400 ευρώ (από κύριες και επικουρικές συντάξεις) και στόχο την εξοικονόμηση 200 εκατ. ευρώ, το έλλειμμα του ΕΤΕΑ παραμένει μεγάλο, κυρίως κατά το διάστημα 2018-2024.

Αναλυτικά, το έλλειμμα ξεκινά από 1,2 δισ. ευρώ και εκτινάσσεται στο 1,7 δισ. ευρώ, αν δεν υπάρξει αύξηση εισφορών. Η ελληνική πλευρά υπολογίζει ότι η «τρύπα» μπορεί να καλυφθεί από την περιουσία του Ταμείου, που εκτιμάται στα 2,5 δισ. ευρώ, πρόταση την οποία οι δανειστές απορρίπτουν. Σίγουρο θεωρείται πάντως ότι στο νέο σχέδιο νόμου, που γράφεται (για να σβηστεί εφόσον τα δεδομένα αλλάξουν), θα υπάρχει διεξοδική καταγραφή ενός μηχανισμού κάλυψης των ελλειμμάτων, στα πρότυπα της ρήτρας μηδενικού ελλείμματος.

Νέα πρόταση κατατέθηκε ήδη στους εκπροσώπους των θεσμών, και αναφορικά με τα ποσοστά αναπλήρωσης και το ύψος της εθνικής σύνταξης. Οπως αποκαλύπτει η «Κ», οι νέοι συντελεστές αναπλήρωσης που προτείνει η ελληνική κυβέρνηση ξεκινούν από 0,77% για κάθε έτος μέχρι τη 15ετία από 0,80% της αρχικής πρότασης, ανεβαίνουν στο 0,95 για κάθε έτος ασφάλισης μεταξύ 19 και 21 (από 1,04), φθάνουν το 1,4 για τα έτη από 24 έως 27 (από 1,29), 1,84 για τα έτη 33-36 (έναντι 1,69 της αρχικής πρότασης) και «κλείνει» στο 2 για τα έτη 40 έως 42, όπως προέβλεπε και η αρχική πρόταση Κατρούγκαλου.

Παράλληλα, το υπουργείο Εργασίας προτείνει η εθνική σύνταξη των 384 ευρώ να δίνεται με τη συμπλήρωση 20 ετών ασφάλισης, ενώ το ποσό θα μειώνεται κατά 2% για κάθε χρόνο πριν από τα 20 και έως τα 15 έτη ασφάλισης. Ετσι, στη 15ετία, η εθνική σύνταξη θα είναι 345,6 ευρώ (-10%), στα 18 έτη ασφάλισης 368,6 ευρώ (-4%) και στα 20 έτη 384 ευρώ.

Ετσι, για μέσο συντάξιμο μισθό της τάξης των 700 ευρώ, κάποιος που θα βγει στη σύνταξη μετά την ψήφιση του ασφαλιστικού νομοσχεδίου, και υπό την προϋπόθεση ότι θα ισχύσει η συγκεκριμένη κλίμακα, θα λάβει αναλογική σύνταξη 80,85 ευρώ, στην οποία θα προστεθεί και η μειωμένη εθνική των 345,6 ευρώ, ήτοι τελικό ποσό 426,45 ευρώ τον μήνα.

Αντίστοιχα, για μέσο συντάξιμο μισθό της τάξης των 1.000 ευρώ, κάποιος που θα βγει στη σύνταξη μετά από 27 έτη ασφάλισης, θα λάβει αναλογική σύνταξη 245,1 ευρώ συν την εθνική σύνταξη των 384 ευρώ, ήτοι 629,1 ευρώ. Να σημειωθεί ότι οι εκπρόσωποι των πιστωτών ζητούν εθνική σύνταξη για τη 15ετία κοντά στα 320 ευρώ, ενώ στα πολλά σενάρια με τους συντελεστές αναπλήρωσης, ξεκινούν από 0,45 στη 15ετία, 0,55 στα έτη από 16 έως 18, φθάνουν το 0,65 για τα έτη από 19 έως 21 και 0,90 για τα έτη από 22 έως 24.

kathimerini.gr