A A A

Ξεπερνά κάθε προηγούμενο η προκλητικότητα του «σουλτάνου» - «Δεν είναι ιερό κείμενο, θα τη συζητήσουμε και θα εργαστούμε για κάτι καλύτερο»

Στην αδιάλλακτη πολιτική των προκλήσεων επιμένει η Τουρκία, με τον «σουλτάνο» Ερντογάν να αμφισβητεί για πολλοστή φορά τη συνθήκη της Λωζάνης και να θέτει θέμα επαναδιαπραγμάτευσης της συμφωνίας.

Όπως αναφέρει η ιστοσελίδα "A Haber" ο Τούρκος Πρόεδρος σημείωσε πως η Συνθήκη της Λωζάννης δεν είναι ιερό κείμενο, ούτε ιερό βιβλίο, οπότε το περιεχόμενό της πρέπει να ξανασυζητηθεί.

«Οι κανόνες που έθεσαν οι νικήτριες δυνάμεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δεν έδιναν στην Τουρκία το δικαίωμα της επιβίωσης», είπε αρχικά ο Τούρκος Πρόεδρος.

«Με την Συνθήκη των Σεβρών η Τουρκία διαμελιζόταν σε 7-8 κομμάτια, αλλά δεν αποδέχθηκε αυτή την διχοτόμηση και σχημάτισε τα σημερινά σύνορα. Φυσικά αντιμετωπίζουμε με ευχαρίστηση ότι κερδίσαμε στην Συνθήκη της Λωζάννης, όμως αυτή δεν είναι μια συνθήκη που δεν μπορεί να συζητηθεί».

Ο «σουλτάνος» Ερντογάν έστειλε μήνυμα πως η χώρα του θα εργαστεί για να εξασφαλίσει κάτι καλύτερο. «Είμαστε αποφασισμένοι να οδηγήσουμε την Τουρκία πιο πέρα», σημείωσε.

Πού το πάει η Τουρκία;

Δεν είναι η πρώτη φορά που Τούρκος πρόεδρος κάνει ευθεία αναφορά στη συγκεκριμένη Συνθήκη, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η χώρα του ζημιώθηκε από αυτήν.

Ακόμα και Τούρκοι αξιωματούχοι είχαν αμφισβητήσει μέχρι και την ελληνικότητα της Γαύδου (!), Νότια της Κρήτης, ενώ η θεωρία των «γκρίζων ζωνών» παραμένει ακόμα προμετωπίδα των παράνομων τουρκικών διεκδικήσεων στο Αιγαίο.

Ο πλέον αφελής μπορεί να κατανοήσει ότι η Τουρκία, ανεξαρτήτως κυβέρνησης, ακολουθεί από το 1974 μια αταλάντευτη πολιτική αλλαγής του status quo στο Αιγαίο.

Πρέπει να γίνει ξεκάθαρο πλέον στον ελληνικό λαό ότι τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αρχιπέλαγος, σύμφωνα με την Τουρκία σταματούν λίγο ανατολικότερα από την Άνδρο, στον 25ο Μεσημβρινό (τον 25ο παράλληλο όπως έχει επικρατήσει να λέγεται).

Αυτό, όμως, που βλέπει ο καθένας, είναι «αόρατο» στην ελληνική πολιτική ηγεσία. Εδώ και 40 χρόνια όλες σχεδόν οι κυβερνήσεις έχουν επιλέξει τον στρουθοκαμηλισμό.

Ασχέτως αν οι δηλώσεις του Τούρκου προέδρου χρησιμοποιούνται για εσωτερική κατανάλωση στη γείτονα, δημιουργούν ένα εξαιρετικά επικίνδυνο προηγούμενο. Και είναι προφανές πως από εδώ και στο εξής κανείς Τούρκος πρωθυπουργός ή πρόεδρος δεν θα πάψει να αμφισβητεί τη Συμφωνίας της Λωζάννης που διατύπωσε ο Ερντογάν. Και αυτό γιατί η τουρκική κοινωνία είναι βαθιά μιλιταριστική και βαθιά εθνικιστική. Οπότε αν κάποιος το επιχειρήσει θα υπογράψει τον πολιτικό του θάνατο.

Στα ελληνοτουρκικά οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας, όλων των αποχρώσεων, κάνουν ότι δεν ακούν τις «καμπάνες» που χτυπάνε εδώ και χρόνια. Είναι η ίδια τακτική που ακολούθησαν και στην οικονομία. Υποβαθμίζουν τις προκλήσεις, κρύβουν τα προβλήματα κάτω από το χαλί και συνιστούν μονίμως «στρατηγική ψυχραιμία», την ώρα που τουρκικές φρεγάτες σουλατσάρουν έξω από το Σούνιο. Μόνο που αργά ή γρήγορα τα προβλήματα κακοφορμίζουν και δεν μπορείς να τα κρύψεις άλλο.

Η αμφισβήτηση της συνθήκης της Λωζάνης από τον Ερντογάν ανοίγει ένα νέο, παντελώς άγνωστο και πολλαπλά επικίνδυνο κεφάλαιο στις διεκδικήσεις της Τουρκίας επί της Ελλάδας. Και όπως συνέβη στην οικονομία, κάποια στιγμή θα κληθούμε να πληρώσουμε το «μάρμαρο» της αδράνειας. Ας ελπίσουμε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση θα είμαστε έτοιμοι. Την οικονομία την ξαναφτιάχνεις κάποια στιγμή. Την πατρίδα που χάνεις, πολύ δύσκολα.

 

ΤΙ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΩΖΑΝΗΣ

Η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας. Υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας στις 24 Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922) και συμμετείχαν στην Συνθήκη των Σεβρών συμπεριλαμβανομένης και της ΕΣΣΔ (που δεν συμμετείχε στην προηγούμενη συνθήκη).

Κατάργησε την Συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από την νέα κυβέρνηση της Τουρκίας που διαδέχθηκε τον Σουλτάνο της Κωνσταντινούπολης. Μετά την εκδίωξη από την Μικρά Ασία του Ελληνικού στρατού από τον Τουρκικό υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ, εμφανίστηκε η ανάγκη για αναπροσαρμογή της συνθήκης των Σεβρών. Στις 20 Οκτωβρίου 1922 ξεκίνησε το συνέδριο που διακόπηκε μετά από έντονες διαμάχες στις 4 Φεβρουαρίου 1923 για να ξαναρχίσει στις 23 Απριλίου. Το τελικό κείμενο υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου μετά από 7,5 μήνες διαβουλεύσεων.

Η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, κάποια νησιά του Αιγαίου, συγκεκριμένα την Ίμβρο και την Τένεδο, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με την Συρία, την περιοχή της Σμύρνης και της Διεθνοποιημένης Ζώνης των Στενών η οποία όμως θα έμενε αποστρατικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διάσκεψης. Παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης. Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη της την επικράτεια και απέκτησε δικαιώματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε όλη την επικράτειά της εκτός της ζώνης των στενών.

Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει σε είδος (ελλείψει χρημάτων) τις πολεμικές επανορθώσεις. Η αποπληρωμή έγινε με επέκταση των τουρκικών εδαφών της Ανατολικής Θράκης πέρα από τα όρια της συμφωνίας. Τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς.

Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο χώρες και η αποστρατικοποίηση κάποιων νησιών του Αιγαίου.

Η ανταλλαγή μειονοτήτων που πραγματοποιήθηκε προκάλεσε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών. Μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη στην Ελλάδα 1.650.000 Τούρκοι υπήκοοι (άλλοι κάνουν λόγο για περίπου 2.000.000), χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος. Η θρησκεία και όχι η ράτσα αποτέλεσε το βασικό κριτήριο για την ανταλλαγή. Σύμφωνα με το άρθρο 2β της συνθήκης χρησιμοποιήθηκε ο όρος Μουσουλμάνοι και όχι Τούρκοι. Αυτό οφείλεται στο ότι κατά την οθωμανική αυτοκρατορία η θρησκεία μετρούσε πολύ περισσότερο από ότι η εθνικότητα και από την άλλη πλευρά η Τουρκία ήθελε όλοι οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης να παραμείνουν. Στα Βαλκάνια χρησιμοποιείται ο όρος Τούρκος αρκετές φορές ως συνώνυμο με τον μουσουλμάνο επειδή στο σύστημα των Οθωμανικών μιλέτ (ήταν κύριο στοιχείο στην διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) όλοι οι μουσουλμάνοι ανήκαν σε μια ενιαία κοινότητα.

Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιελαμβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι Πόντιοι και Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως οι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας. Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων. Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Έλληνες κάτοικοι της νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης (οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι πριν από τις 30 Οκτωβρίου 1918) και οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου (6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης.

Επιπλέον, βάσει του άρθρου 23, με όλα τα δεινά που η Συνθήκη αυτή συσσώρευσε στον Μικρασιατικό Ελληνισμό, η Τουρκία απεμπόλησε πλήρως τα κυριαρχικά της δικαιώματα επί της Κύπρου.

newsbomb.gr