Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει για ακόμα μια φορά η επιστημονική κοινότητα προειδοποιώντας για αυξημένη θνησιμότητα, καρκινογενέσεις, σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα, έντονη δυσφορία, τσούξιμο στα μάτια και πονοκεφάλους που συνδέονται με την παρουσία της αιθαλομίχλης στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας. Μετά την πρωτεύουσα, στη 'μάχη' καταστολής του φαινομένου εντάσσονται και οι περιφέρειες καθώς στα 4 χρόνια κορύφωσης του φαινομένου, τα αντανακλαστικά της πολιτείας εξακολουθούν να παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα.
Η εφαρμογή μιας ολοκληρωμένης λύσης, στην αρχή και του φετινού χειμώνα, φαινομενικά απασχολεί και τη νέα ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος. Ωστόσο παραμένει σε σχέδια επί χάρτου, με τον αναπληρωτή υπουργό Σωκράτη Φάμελλο να δηλώνει πως έχουν γίνει οι απαραίτητες συναντήσεις για την αντιμετώπιση του φαινομένου της αιθαλομίχλης, χωρίς όμως να υπάρχει ακόμη συγκεκριμένη πρόταση.
Τα προβλήματα είναι γνωστά από το χειμώνα του 2012/13 με αρκετές μέρες κάθε χειμώνα, η ατμόσφαιρα σε διάφορες περιοχές του λεκανοπεδίου και της περιφέρειας να αποκτούν μια θολερότητα και μια δυσάρεστη οσμή, συνήθως καμένου ξύλου και σπανιότερα απροσδιόριστη. Πρόκειται για την αιθαλομίχλη με κυρίαρχα συστατικά της ρύπους (σωματίδια, διοξίνες/ φουράνια κ.ά.) εκπεμπόμενους από εστίες καύσης στερεών καυσίμων (τζάκια, ξυλόσομπες κ.ά.). Από ακόμη παλιότερα, το φαινόμενο πλήττει και άλλα αστικά κέντρα της χώρας μας (Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Τρίπολη κ.ά.).
Έντονο είναι το πρόβλημα της αιθαλομίχλης και στην πόλη του Βόλου, ειδικά τις βραδινές ώρες, οδηγώντας το βουλευτή Μαγνησίας Νέας Δημοκρατίας, Χρήστο Μπουκώρο, να φέρει το θέμα στη Βουλή ζητώντας τη λήψη μέτρων. 'Η ένταση της κακοκαιρίας και η ακριβή τιμή του πετρελαίου θέρμανσης επαναφέρουν το φαινόμενο της αιθαλομίχλης στην πόλη του Βόλου. Η ανάγκη για άμεσο πολιτικό σχεδιασμό αναφορικά με το ζήτημα της αιθαλομίχλης εξακολουθεί να παραμένει επίκαιρη' όπως αναφέρει, τονίζοντας πως 'Από πλευράς υπουργείου δεν έχει ληφθεί καμία πρωτοβουλία για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Απόρροια της οικονομικής κρίσης αποτελεί η στροφή των καταναλωτών προς εναλλακτικές, οικονομικές μορφές θέρμανσης, οι οποίες δεν είναι πάντα και οι ενδεδειγμένες. Χιλιάδες πολίτες που αδυνατούν να προμηθευτούν πετρέλαιο θέρμανσης, επιλέγουν τις σόμπες και τα τζάκια, χρησιμοποιώντας τις περισσότερες φορές αμφιβόλου ποιότητας εύφλεκτα υλικά και ξύλα'.
Αποκαλυπτικές για την κοινωνική διάσταση του προβλήματος είναι οι δύο έρευνες κοινής γνώμης που διεξήχθησαν το 2013 και το 2016, σε αντιπροσωπευτικά δείγματα 220 και 318 κατοίκων, αντίστοιχα, στο λεκανοπέδιο της Αθήνας, με συμπλήρωση ερωτηματολογίου σχετικά με το πόσο αισθητή έγινε η αιθαλομίχλη κατά τις χειμερινές περιόδους 2012/13 και 2015/16, με από τον Δρ. Χημικό Μηχανικό, Δημήτρη Χατζηδάκη.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα αυτών, η αιθαλομίχλη έγινε αισθητή (ποικίλλουσα οσμή από 'απροσδιόριστη' έως 'καμένου ξύλου') από το 80% των δειγμάτων, αλλά, σύμφωνα με την έρευνα του 2016, στις πιο εύπορες περιοχές (βόρεια και ανατολική) του λεκανοπεδίου λόγω της χρήσης καλύτερης ποιότητας ξύλου, αναφέρθηκαν οχλήσεις μόνο από το 15% του δείγματος, ενώ στη λιγότερο εύπορη δυτική περιοχή, λόγω της χειρότερης ποιότητας των καυσίμων, αναφέρθηκαν οχλήσεις από το 47% του δείγματος.
Σοβαρές επιπτώσεις
Την ανάγκη εφαρμογής μίας ολοκληρωμένης λύσης όσον αφορά την αιθαλομίχλη που εμφανίζεται στην Ελλάδα, ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες, εξαιτίας της χρήσης μη φιλικών προς το περιβάλλον πηγών θερμότητας, έχει επισημάνει πρόσφατα και η καθηγήτρια Αγνή Βλαβιανού Αρβανίτη, πρόεδρος και ιδρύτρια της Διεθνούς Οργάνωσης Βιοπολιτικής, επισημαίνοντας πως 'η άνοδος της τιμής των καυσίμων και ο αντίστοιχος φόρος αναγκάζουν τους κατοίκους της Αθήνας και άλλων πόλεων, χρησιμοποιήσουν χαμηλή ποιότητα καυσίμων, όπως κακής ποιότητας ξυλεία και βιομάζα αποβλήτων υλικών. Η κατάσταση αυτή αύξησε τα σωματίδια με υψηλή περιεκτικότητα σε βλαβερά για την ανθρώπινη υγεία υλικά, όπως το κάδμιο, το χρώμιο, ο χαλκός, το νικέλιο και ο μόλυβδος'.
Σύμφωνα με την Α. Αρβανίτη 'Με βάση πρόσφατα στοιχεία εκτιμάται ότι μόνο στην περιοχή της Αττικής, περίπου 9.000 άτομα το χρόνο πεθαίνουν από την ατμοσφαιρική ρύπανση', προσθέτοντας πως 'εκτός από τη ρύπανση του εξωτερικού περιβάλλοντος, η καύση ξύλου στα τζάκια είναι ιδιαίτερα επιβαρυντική και για τον αέρα του εσωτερικού χώρου. Αποδεικνύεται, μάλιστα, εξαιρετικά επιβλαβής για τις ευαίσθητες πληθυσμιακές ομάδες, όπως τα μωρά και τα μικρά παιδιά, τα άτομα με άσθμα και ασθενείς με αναπνευστικά προβλήματα'.
Πνευμονολόγοι
Την ανησυχία τους, για το πρόβλημα της αιθαλομίχλης στο λεκανοπέδιο Ιωαννίνων, εκφράζει ο Σύλλογος Ελεύθερων Επαγγελματιών Πνευμονολόγων Ηπείρου, υπογραμμίζοντας σε ανακοίνωσή του τους άμεσους αλλά και τους μακροχρόνιους κινδύνους. Οι πνευμονολόγοι, σημειώνουν ότι ο καπνός που εκλύεται από τα τζάκια και τις ξυλόσομπες έχει σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία, ιδιαίτερα στις ομάδες υψηλού κινδύνου όπως τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι, οι έγκυες γυναίκες, άνθρωποι που δραστηριοποιούνται σε εξωτερικούς χώρους και ασθενείς με καρδιακά και αναπνευστικά προβλήματα, ενώ η παρατεταμένη έκθεση στα σωματίδια πάνω από 35 μέρες το χρόνο συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο καρκινογένεσης.
Σύμφωνα με τις μετρήσεις τα επίπεδα που προ 3ετίας ανέρχονταν κατά μέσο όρο ανέρχονταν στα 50 μg/m3, σήμερα φτάνουν έως και 339 μg/m3 και τις περισσότερες μέρες του χειμώνα δεν πέφτουν κάτω από 175 μg/m3. Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία επίπεδα άνω των 50 μg/m3 πάνω από 35 μέρες το χρόνο συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο καρκινογένεσης.
Ακριβό πετρέλαιο, μεγαλύτερη ρύπανση
Η αύξηση της τιμής του πετρελαίου οδήγησε τους περισσότερους στην καύση ξύλου ως εναλλακτική πηγή θέρμανσης, αγνοώντας ουσιαστικά πως ένα παραδοσιακό τζάκι εκλύει στην ατμόσφαιρα 30 φορές περισσότερα αιωρούμενα σωματίδια από ό,τι ένας καλά συντηρημένος καυστήρας πολυκατοικίας με 25 διαμερίσματα. Τα σωματίδια διαπερνούν κλειστές πόρτες και παράθυρα και να διεισδύουν μέσα στα σπίτια, με πολυάριθμες μελέτες να τεκμηριώνουν επικίνδυνες βραχυχρόνιες και μακροχρόνιες επιδράσεις των μικροσωματιδίων της αιθαλομίχλης στην υγεία, ιδιαίτερα στις ομάδες υψηλού κινδύνου όπως τα παιδιά, οι ηλικιωμένοι, οι έγκυες γυναίκες, άνθρωποι που δραστηριοποιούνται σε εξωτερικούς χώρους και ασθενείς με καρδιακά και αναπνευστικά προβλήματα.
Τα ευρωπαϊκά όρια
Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία επίπεδα άνω των 50 μg/m3 πάνω από 35 μέρες το χρόνο συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο καρκινογένεσης.
Μεγάλη αύξηση
Σύμφωνα με τις μετρήσεις τα επίπεδα που προ 3ετίας ανέρχονταν κατά μέσο όρο ανέρχονταν στα 50 μg/m3, σήμερα φτάνουν έως και 339 μg/m3 και τις περισσότερες μέρες του χειμώνα δεν πέφτουν κάτω από 175 μg/m3.
imerisia.gr