Αποτελούσε το καταφύγιο του ποιητή, συγγραφέα και δημοσιογράφου Γεωργίου Δροσίνη, στο οποίο έζησε τα δεκατρία τελευταία χρόνια της ζωής του.
Από το 1997 η βίλα στεγάζει το μουσείο που φέρει το όνομά του, όπου δεν προβάλλεται μόνον το πολυδιάστατο έργο του, αλλά και εικόνες από τον ιστορικό δήμο με ρίζες από την αρχαιότητα, ο οποίος φέτος συμπληρώνει 90 χρόνια από τότε που απέκτησε τη διοικητική αυτοτέλειά του
Η Κηφισιά στην προ μνημονίων εποχή ήταν η άτυπη έδρα των «χίπστερ» των βορείων προαστίων και συνώνυμο των εραστών του shopping therapy, τίτλοι που μάλλον αδικούν την ιστορία και κυρίως την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της.
Πατρίδα του ποιητή Μένανδρου, υπήρξε μία από τις συνολικά 12 πόλεις της αρχαίας Αττικής και αποτελούσε, σύμφωνα με τη διοικητική διαίρεση του Κλεισθένους, έδρα της Ερεχθηίδος φυλής.
Οι απόψεις για την προέλευση του ονόματός της αποκλίνουν, αφού περισσότεροι μελετητές το αποδίδουν στον Κηφισό ποταμό, που στην αρχαιότητα ήταν θεότητα.
Ορισμένοι πάντως υποστηρίζουν ότι αποτελεί παράφραση της έκφρασης «Εκεί φυσά», παραπέμποντας στο ζωογόνο ρεύμα αέρα που διέρχεται από τον αυχένα ανάμεσα στην Πεντέλη και την Πάρνηθα.
Οι τσιφλικάδες
Το πρώτο καταστατικό για τη δημιουργία της κοινότητας Κηφισιάς δημοσιοποιήθηκε στις 27 Ιουλίου 1870 και ήταν ένα κείμενο που θεσμοθετούσε την οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια του οικισμού, το οποίο έφερε τις υπογραφές 20 επιφανών κατοίκων, κυρίως μεγαλοϊδιοκτητών γης, που είχαν αγοράσει σε χαμηλές τιμές τσιφλίκια λίγο πριν από την αποχώρηση των Τούρκων από την Αττική.
Χρειάστηκε όμως να περάσουν πολλές δεκαετίες για να αναγνωριστεί το 1925 επισήμως ως αυτόνομη κοινότητα.
Χάρη στο καλό της κλίμα, από τα τέλη του 19ου αιώνα είχε γίνει παραθεριστικό κέντρο για πλούσιους Αθηναίους αλλά και ομογενείς από την Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο και τη Χίο, που έχτισαν τα αρχοντικά τους, πολλά από τα οποία διασώζονται ώς σήμερα.
Η μεγάλη ανάπτυξη του προαστίου συνδέθηκε με το «Θηρίο», την ατμοκίνητη γραμμή των 14,8 χλμ. που ένωνε την Κηφισιά με την Αθήνα.
Το τελευταίο δρομολόγιό του έγινε στις 8 Αυγούστου του 1938, αλλά δεκαεννιά χρόνια μετά, το τρένο επέστρεψε και είναι ο γνωστός μας Ηλεκτρικός.
Σημαντική συμβολή στην πληθυσμιακή αύξηση είχαν και οι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, που εγκαταστάθηκαν το 1923 στην περιοχή αναζητώντας δουλειά στις καλλιεργούμενες εκτάσεις της.
Ο Γεώργιος Δροσίνης αγόρασε από τον θείο του, μαζί με τον αδελφό του, τη βίλα στη διασταύρωση των οδών Αγίων Θεοδώρων και Δ. Κυριακού, στην καρδιά της Κηφισιάς, το 1918, αλλά έγινε μόνιμη κατοικία του το 1939 και ήταν η τελευταία «στάση» του μετά από μια περιπλάνηση σε διάφορες γειτονιές του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. «Μένω εγκαταστημένος πια ασάλευτα» όπως έγραψε ο ίδιος.
Γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1859 σε ένα αρχοντικό της Πλάκας. Οι ρίζες της εύπορης οικογένειάς του ξεκινούν από το Μεσολόγγι, από την πλευρά του πατέρα του, Χρήστου Δροσίνη, που ήταν ανώτατος υπάλληλος του υπουργείου Οικονομικών.
Σπούδασε στην αρχή νομικά, αλλά μετεγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή με προτροπή του Νικόλαου Πολίτη, ενώ ακολούθησαν σπουδές στο Βερολίνο, τη Λειψία και τη Δρέσδη.
Μαζί με τον Κωστή Παλαμά, τον Νίκο Καμπά και άλλους πνευματικούς ανθρώπους θεωρούνται οι πρωτεργάτες της «Νέας Αθηναϊκής Σχολής» και πρωτοστάτησαν στην ανανέωση του γραπτού λόγου με βασικό στόχο την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας.
Το 1894, λίγο μετά την επιστροφή του από τη Γερμανία, ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού «Η Εστία», το οποίο μετέτρεψε σε καθημερινή εφημερίδα.
Ασχολήθηκε παράλληλα με τη λογοτεχνία, γράφοντας κυρίως ποιήματα, χωρίς να... περιφρονήσει τα υπόλοιπα είδη της λογοτεχνίας, διαπρέποντας ακόμη και στα παραμύθια.
Η ηρωίδα του
Ο ίδιος ο Δροσίνης «βάφτισε» τη βίλα «Αμαρυλλίς» από το όνομα της κεντρικής ηρωίδας του πρώτου μυθιστορήματος που έγραψε το 1886.
Ηταν η εποχή που γνώρισε τη γυναίκα του, Μαίρη, γόνο της οικογένειας Κασσαβέτη από την Ηπειρο, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά.
Ολη η οικογένεια αγάπησε τη βίλα και διασώζεται η γραπτή εξομολόγησή του ότι «μόνον κάτι απρόβλεπτο θα μ' έκανε να την αφήσω». Είχε ιδιαίτερη αδυναμία στα δύο πεύκα της αυλής, από τα οποία εμπνεύστηκε το τετράστιχο:
«Πουλί γεννιέται ο άνθρωπος
και δένδρο θα πεθάνει
ρίζες απλώνει γύρω του
και τα φτερά του χάνει».
Η βίλα εξελίχθηκε σε φιλολογικό σαλόνι, σε αυτήν πέρασε τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και άφησε την τελευταία του πνοή τον Ιανουάριο του 1951.
Η βίλα, που ανακαινίστηκε εκ βάθρων τη δεκαετία του 1990, δεν χαρακτηρίζεται για την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική της, έχει όμως ιστορική αξία και αποτελεί δείγμα εξοχικής κατοικίας των τελών του 19ου αιώνα.
Ανήκει από χρόνια στον Δήμο Κηφισιάς και στο ισόγειό της στεγάζεται η Δημοτική Βιβλιοθήκη, όπως ήταν η επιθυμία του ποιητή.
Στους χώρους του εκτίθεται η πλούσια συλλογή του από έντυπα, στην οποία ξεχωρίζουν σπάνια αντίτυπα περιοδικών, όπως ο «Νουμάς», ο «Ρωμιός» και το «Αστυ», με τα οποία συνεργάστηκε κατά καιρούς ο Δροσίνης, καθώς και δυσεύρετα βιβλία που εξέδιδε συμμετέχοντας στον πρωτοπόρο Σύλλογο Ωφέλιμων Βιβλίων.
Το μουσείο ιδρύθηκε και λειτουργεί από το 1997, χάρη στις προσπάθειες του συλλόγου «Οι φίλοι του Μουσείου Δροσίνη», που έχει αναλάβει τη διατήρηση και προβολή του έργου του ποιητή.
1. O πύργος
Το μυθιστόρημα με τον τίτλο «Αμαρυλλίς» συνδέεται με ένα άλλο σπίτι που διέθετε η οικογένεια Δροσίνη στις Γούβες Εύβοιας. Ανήκει σήμερα στην αυτοδιοίκηση και από το 1988 έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο μνημείο. Πρόκειται για έναν πύργο που κατασκευάστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από τον Ιμπραήμ αγά και το 1831 δόθηκε προίκα στη μητέρα του ποιητή. Σε γειτονικό σπίτι κατοικούσε η οικογένεια Wild, της οποίας η ανιψιά ήταν η ηρωίδα του έργου. Η περιοχή τον ενέπνευσε ιδιαίτερα και έγραψε επίσης το μυθιστόρημα «Ερση» και την ελεγεία «Το μοιρολόι της όμορφης».
2. «Η Ακατάδεκτη»
Στο ισόγειο του μουσείου στην Κηφισιά δεσπόζει η «Ακατάδεκτη», το γλυπτό του Γάλλου Alexandre Falguiere, που υπήρχε στη βίλα από την εποχή που κατοικούσε εκεί η οικογένεια Δροσίνη. Αποτελείται από μια περίτεχνη μαρμάρινη κολόνα στην οποία στηρίζεται το κεφάλι μιας νεαρής κοπέλας.
3. Αναπαράσταση
Μεγάλο ενδιαφέρον έχει η κεντρική αίθουσα του ορόφου, όπου γίνεται η αναπαράσταση της εποχής που έζησαν ο ποιητής και οι βασικοί ήρωες των έργων του.
Ξεχωρίζει ο μικρός καναπές που ανήκε στον Δροσίνη και δωρήθηκε από την Καίτη Βιθυνού-Μάνου, τελευταία μούσα του ποιητή. Μαζί με το αγαπημένο απόφθεγμά του πως «η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στις αναμνήσεις και στις ελπίδες».
efsyn.gr, Χαρά Τζαναβάρα