A A A

Το Σάββατο 1 Οκτωβρίου συμπληρώνονται οι πρώτες 100 ημέρες από το δημοψήφισμα στη Βρετανία, με το οποίο οι πολίτες της αποφάσισαν την έξοδό της από τους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Βrexit). Αν και πολλοί είχαν προβλέψει ότι αυτές οι 100 ημέρες θα ήταν χαοτικές, μετά το αρχικό σοκ και τις μαζικές πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων στη διεθνή αγορά και την καταβαράθρωση της στερλίνας, η κατάσταση είναι αρκετά πιο ήπια. Η αβεβαιότητα, βέβαια, για το μέλλον παραμένει, ενώ οι αναλυτές προβλέπουν μόλις 0,7% αύξηση του ΑΕΠ το 2017, άνοδο του πληθωρισμού, μείωση των επενδύσεων και των προσλήψεων.

Η λίρα βρίσκεται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα ως προς το δολάριο, αλλά το χρηματιστήριο έχει ανοδική πορεία, ενώ η εμπιστοσύνη καταναλωτών και επιχειρηματιών δεν κλονίστηκε, στηρίζοντας την οικονομία.

Ωστόσο το δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών είναι υψηλά, το ποσοστό αποταμίευσης βρίσκεται σε χαμηλότατα επίπεδα, ενώ οι περισσότεροι διευθύνοντες σύμβουλοι μεγάλων ομίλων στη Βρετανία πιθανολογούν πως, όταν πραγματοποιηθεί το Brexit, ίσως μετακινήσουν τις δραστηριότητές τους σε άλλες χώρες της Ε.Ε. Ο τέως υπουργός Οικονομικών Τζορτζ Οσμπορν, ο οποίος παραιτήθηκε μετά το Brexit, προειδοποίησε ότι η Βρετανία θα υποστεί σοβαρότατες συνέπειες εάν έρθει σε μετωπική ρήξη με την Ε.Ε.

Οι Βρυξέλλες πιέζουν τη Βρετανίδα πρωθυπουργό Τερέζα Μέι, η οποία ανέλαβε μετά το δημοψήφισμα τη θέση του παραιτηθέντος Ντέιβιντ Κάμερον, να κινήσει γρήγορα τις διαδικασίες για την έξοδο. Αυτό προϋποθέτει την ενεργοποίηση του άρθρου 50 της συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ενωσης για αποχώρηση κράτους-μέλους, ενώ οι σχετικές διμερείς διαπραγματεύσεις απαιτούν δύο χρόνια για να ολοκληρωθούν.

Πάντως, η κ. Μέι διευκρίνισε πως δεν είναι στις προθέσεις της να κινηθεί φέτος προς την κατεύθυνση αυτήν. Θα πρέπει, ωστόσο, να υπογραμμισθεί ότι το δημοψήφισμα αναδιαμόρφωσε βίαια το πολιτικό σκηνικό στην Βρετανία, γεννώντας, παράλληλα, φόβους στη Δύση ότι απομακρύνεται από το δόγμα της παγκοσμιοποίησης και τείνει προς τον προστατευτισμό του εμπορίου και την αυστηρότερη ρύθμιση της μετανάστευσης.

Οι άμεσες επιπτώσεις του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου ήταν κραδασμοί από τη μία άκρη μέχρι την άλλη στο οικοδόμημα της βρετανικής, της ευρωπαϊκής και της διεθνούς οικονομίας, καθώς και μαζικές απώλειες τρισ. δολαρίων από την αξία περιουσιακών στοιχείων στη διεθνή αγορά. Οι επενδυτές από το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη μέχρι το Γιοχάνεσμπουργκ και τη Σαγκάη πούλησαν σωρηδόν νομίσματα, μετοχές, εμπορεύματα και ομόλογα, προσπαθώντας να μειώσουν την έκθεσή τους στα χαρτοφυλάκιά τους. Η στερλίνα είχε τη μεγαλύτερη ημερήσια πτώση 8,4% στην ιστορία, ξεπερνώντας και το 4,1% της «Μαύρης Τετάρτης» του 1992, με τις επιθέσεις κατά του νομίσματος από τον Τζορτζ Σόρος. Η ισοτιμία λίρας-δολαρίου την επομένη του δημοψηφίσματος έφθασε σε επίπεδα πρωτοφανή από το 1985 και μετά. Δραστικά υποχώρησε και ο FTSE 100 στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου, ενώ ο κλαδικός τραπεζικός δείκτης είχε απώλειες 32%. Η λίρα παραμένει σε χαμηλότατα επίπεδα, ενώ το χρηματιστήριο βελτίωσε τις επιδόσεις του.

Η ασθενική λίρα κάνει φτωχότερους τους Βρετανούς σε συσχετισμό με τον υπόλοιπο κόσμο, αυξάνοντας το κόστος των εισαγόμενων αγαθών. Ωστόσο οι λιανικές πωλήσεις εξακολουθούν να κυμαίνονται αυξητικά και οι επιχειρήσεις δείχνουν αισιόδοξες για τις προοπτικές της βρετανικής οικονομίας. Η δε ζήτηση στέγης σταθεροποιείται. Εντούτοις, ο πληθωρισμός πιθανώς να περιορίσει την αγοραστική δυνατότητα των νοικοκυριών το 2017, όταν το ποσοστό αποταμίευσης έχει μειωθεί σημαντικά και ο δανεισμός διογκώνεται. Πάντως, τον Αύγουστο η Τράπεζα της Αγγλίας μείωσε τα επιτόκια πρώτη φορά σε επτά χρόνια και ανακοίνωσε μέτρα τόνωσης της οικονομίας.

 kathimerini.gr, BLOOMBERG, REUTERS