A A A

Τα ρευματικά νοσήματα «κατοικούν» μόνιμα σε εκατομμύρια σπίτια, προκαλώντας όχι μόνο πόνο και αναπηρία στους πάσχοντες, αλλά και σοβαρά προβλήματα στα συστήματα υγείας. Γι' αυτόν τον λόγο αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ρευματικές παθήσεις συνδέονται με μία από τις υψηλότερες δαπάνες στα δημόσια συστήματα υγείας, αφού μόνο για την αντιμετώπιση της αρθρίτιδας στην Ευρώπη δαπανώνται ετησίως περισσότερα από 240 δισεκατομμύρια ευρώ για υγειονομική περίθαλψη, αναρρωτικές άδειες και πρόωρη συνταξιοδότηση.

Πρόσφατη μελέτη ανέδειξε ότι τα νοσήματα του μυοσκελετικού, στα οποία συμπεριλαμβάνεται η ρευματοειδής αρθρίτιδα, συνδέονται με 50% μεγαλύτερο κόστος υγειονομικής φροντίδας σε σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα υγείας, συμπεριλαμβανομένων του διαβήτη, των καρδιαγγειακών νοσημάτων, των αναπνευστικών νοσημάτων, ακόμη και του καρκίνου.

Το τεράστιο αυτό βάρος αναμένεται μάλιστα να γίνει ακόμη μεγαλύτερο την επόμενη δεκαετία εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού, αλλά και των αλλαγών επί τα χείρω στον τρόπο ζωής (διατροφικές συνήθειες, καθιστική ζωή, διαταραχές ύπνου κ.λπ.).

Τα φλεγμονώδη ρευματικά νοσήματα, ένα σύνολο χρόνιων παθήσεων που σχετίζονται με το ανοσοποιητικό σύστημα και περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη ρευματοειδή αρθρίτιδα, την ιδιοπαθή νεανική αρθρίτιδα, την αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα και την ψωριασική αρθρίτιδα, αποτελούν μια «σιωπηλή μάστιγα» για τον πληθυσμό.

Σιωπηλή διότι ενώ προκαλούν συνεχή πόνο και ταλαιπωρία σε εκατομμύρια ανθρώπους, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό στο σκοτάδι για το ευρύ κοινό, ενώ θα έπρεπε να μετατρέπονται σε κραυγή.

Οσο για τη μάστιγα, ας αφήσουμε τους αριθμούς να μιλήσουν: υπολογίζεται πως το 1/4 του ευρωπαϊκού πληθυσμού, περίπου 100 εκατομμύρια άτομα, πάσχει από κάποιο φλεγμονώδες ρευματικό νόσημα. Μόνο από ρευματοειδή αρθρίτιδα πάσχει 1 στους 100 ανθρώπους -μία νόσος κυριολεκτικά γένους… θηλυκού, αφού προσβάλλει 3 φορές συχνότερα τις γυναίκες σε σύγκριση με τους άνδρες.

Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μία χρόνια φλεγμονώδης νόσος που με την πάροδο του χρόνου οδηγεί σε παραμόρφωση των αρθρώσεων, μείωση της λειτουργικής ικανότητας και τελικά, αν δεν θεραπευτεί έγκαιρα, στην αναπηρία.

Και όμως, πολύ συχνά, παρά τον έντονο πόνο που προκαλεί σε αρθρώσεις (χέρια, καρπούς, γόνατα κ.λπ.), χρονίζει και υποδιαγιγνώσκεται, καθώς σε μερικές περιπτώσεις γενικοί γιατροί/παθολόγοι καθυστερούν σημαντικά να παραπέμψουν τους ασθενείς στους πιο αρμόδιους γιατρούς που είναι οι ρευματολόγοι, με αποτέλεσμα, όταν πλέον οι πάσχοντες φτάσουν στον ειδικό ρευματολόγο, η κατάστασή τους να είναι αρκετά προχωρημένη.

Οταν η νόσος είναι σε φάση έξαρσης, ο ασθενής μπορεί να νιώθει κόπωση, μειωμένη όρεξη, πόνο σε μυς και αρθρώσεις και να εμφανίζει περιστασιακά χαμηλό πυρετό.

Το πιο χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι ο πόνος και η δυσκαμψία στις αρθρώσεις, ιδιαίτερα μετά το πρωινό ξύπνημα ή έπειτα από παρατεταμένη ακινησία.

Η στατιστική πραγματικά τρομάζει: έως 40% των ασθενών μπορεί να διακόψει την εργασία 5 έτη μετά τη διάγνωση, πολύ συχνά επειδή η θεραπεία είχε αργήσει. Συνδυάστε το παραπάνω με το γεγονός ότι πάνω από 2,9 εκατ. άνθρωποι σε παραγωγική ηλικία στην Ευρώπη έχουν ρευματοειδή αρθρίτιδα και θα αντιληφθείτε τη σημασία της έγκαιρης διάγνωσης, ακόμη και για τη βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας.

Και δεν είναι μόνο οι αρθρώσεις των ασθενών που… υποφέρουν. Οι ασθενείς μπορεί να παρουσιάζουν συμπτώματα στο δέρμα, τους οφθαλμούς και άλλα συστήματα όπως π.χ. το καρδιαγγειακό και το γαστρεντερικό.

Ωστόσο, οι σύγχρονες θεραπείες υπόσχονται καλύτερη αντιμετώπιση ακόμη και των πιο προχωρημένων περιπτώσεων, χωρίς βέβαια αυτό να μειώνει την ανάγκη για πρώιμη διάγνωση.

Τα αναλγητικά, τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα και τα κορτικοστεροειδή μπορεί να μειώνουν τον πόνο και τη δυσκαμψία, ωστόσο δεν αντιμετωπίζουν το πρόβλημα ριζικά. Δεν εμποδίζουν δηλαδή την καταστροφή των αρθρώσεων, ούτε επιβραδύνουν την εξέλιξη των ρευματικών παθήσεων.

Αυτό το έργο αναλαμβάνουν τα (ανοσο)τροποποιητικά της νόσου φάρμακα, τα οποία οδηγούν σε ύφεση των συμπτωμάτων, ενώ αναστέλλουν ή διακόπτουν την εξέλιξη της νόσου.

Τέτοια παραδοσιακά φάρμακα, όπως η μεθοτρεξάτη, είναι αποτελεσματικά, αλλά συνήθως όχι μακροπρόθεσμα, καθώς κάποια στιγμή η πλειονότητα των ασθενών σταματά να ανταποκρίνεται. Επίσης, υπάρχουν ασθενείς που δεν έχουν εξαρχής απόκριση σε αυτές τις θεραπείες ή εμφανίζουν δυσανεξία.

Τα τελευταία 16 χρόνια μπήκαν στο πλάνο και οι βιολογικοί παράγοντες, οι οποίοι έχουν φέρει επανάσταση στη θεραπεία των ρευματικών νοσημάτων.

Περισσότεροι από 350 εκατομμύρια ασθενείς παγκοσμίως έχουν λάβει βιολογικά φάρμακα για την αντιμετώπιση παθήσεων όπως ο διαβήτης, ορισμένες νεοπλασίες, η νόσος του Crohn, αλλά και η ρευματοειδής αρθρίτιδα.

Στην περίπτωση των ρευματικών νοσημάτων οι κυριότεροι βιολογικοί παράγοντες που χρησιμοποιούνται μπλοκάρουν την κυτταροκίνη ΤΝFα (ΤumorNecrosisFactor-alpha), η οποία παίζει καθοριστικό ρόλο στην εκδήλωση και εξέλιξη της φλεγμονής.

Οι παράγοντες αυτοί είναι ενέσιμοι –οι εγχύσεις ορισμένων γίνονται ενδοφλέβια στο νοσοκομείο-, ενώ υπάρχουν και κάποιοι που παρέχουν στον ασθενή τη δυνατότητα αυτοχορήγησης με υποδόρια ένεση.

Πρέπει να σημειωθεί ότι αν και πρόκειται για ακριβά φάρμακα, οικονομοτεχνικές μελέτες αναδεικνύουν ότι το κόστος χορήγησής τους αντισταθμίζεται από τη μείωση άλλων δαπανών υγείας, όπως νοσήλια και χειρουργικές επεμβάσεις, και από τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των πασχόντων, που μεταφράζεται σε μεγαλύτερη παραγωγικότητα και λιγότερες απουσίες από την εργασία.

* Ρευματολόγος, επιμελητής Ρευματολογικής Κλινικής στο 251 ΓΝΑ - efsyn.gr